- σιαλώ
- -όω, Α [σίαλος (ΙΙ)]1. τρέφω, παχύνω κάτι2. στιλβώνω, λειαίνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιάλῳ — σίαλον spittle neut dat sg σίαλος fat hog masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισιαλώ — όω, Α διακοσμώ, κεντώ κάτι ολόγυρα («ἐποίησαν τοὺς λίθους τῆς σμαράγδου περισεσιαλωμένους χρυσίῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σιαλῶ «στιλβώνω, κάνω κάτι να λάμπει» (πρβλ. Ησύχ. «σιαλῶσαι ποικῖλαι»)] … Dictionary of Greek
προχρίω — Α 1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.) 2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρίω «αλείφω»] … Dictionary of Greek